- παρασυνεργός
- -όν, Ααυτός που αντενεργει, που αντιδρά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρασυνεργόν — παρασυνεργός counteracting masc/fem acc sg παρασυνεργός counteracting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek